πτυελοδοχείο

πτυελοδοχείο
το
δοχείο όπου φτύνει κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτυελοδοχείο — το, Ν δοχείο με κάλυμμα ή χωρίς κάλυμμα για να φτύνουν μέσα τα προϊόντα τής απόχρεμψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύελο + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτυελοδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… …   Dictionary of Greek

  • πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • φτυστήρι — το, Ν πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. ποτιστήρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”